σάββατο απόγευμα στην αγορά, ερμού, στριμωξίδι, τελείωσαν τα νούμερα, από βδομάδα ίσως, ουρά στα ταμεία, εκνευρισμός στα δοκιμαστήρια, σουρωμένες φατσούλες στις μόλις ενήλικες πωλήτριες. πουφ. οι φίλες τους κάπου πίνουν καφέ.

με μια απλή στροφούλα δεξιά, να ένα δρομάκι που ήταν αρκετά έξυπνο να κλείσει από το μεσημέρι. ο ήλιος που μπαίνει κλεφτά ανάμεσα στα κτίρια πανηγυρίζει το κατόρθωμά του. παίζει με τα κατεβασμένα στόρια και στέλνει περιστέρια να κάνουν χορογραφίες.

σταματώ να χαζέψω την ομορφιά και σταματά μαζί μου και ένα σούρσιμο που δεν είχα καν συνειδητοποιήσει. και αρχίζουν ξαφνικά να βαραίνουν όλα, η μέση, οι ώμοι, οι σακούλες, η ώρα, οι σκέψεις.

εκείνοι που θα σχολάσουν όταν ο ήλιος θα ξεθωριάζει, πώς θα αισθάνονται;

1 comment:

fieryfairy said...

τρεις φορες το έχω διαβάσα και τρεις φορές πήγα να σχολιάσω και δεν μπορούσα να συγκεντρώσω τη σκέψη μου. Πώς όταν δεν ξέρεις τι θέλεις να σχολιάσεις γιατί αυτό που νιώθεις είναι κάπως ασαφές και αόριστο; Τελικά νομίζω ότι το βρήκα: μου γεννά μια μελαγχολία η ιδέα των ανθρώπων που θα χάσουν τη φωτεινή μέρα λόγω δουλειάς. Το έχω σκεφθεί και για μένα οταν δούλευα ότι χάνω χρόνο που θα μπορούσα να τον περάσω στο ήλιο(και ίσως εκεί οφείλεται και η αποστροφή μου για την εργασία.)

μου άρεσε η αλλαγή από κίνηση σε ηρεμία/ερημιά.