χθες το βράδυ έβρεχε δυνατά, φυσούσε και έκανε κρύο.δεν ξέρω ακριβή θερμοκρασία, να με συμπαθάτε.
σήμερα το πρωί,πάντως, έχει στεγνή ζέστη, σαν να μην έγινε τίποτα.

χθες λοιπόν κλείστηκα μέσα και έπιασα το τηλέφωνο.
όλοι είχανε δει δελτίο καιρού σε δυο-τρία κανάλια και ήξεραν ακριβώς τι (θα) γινόταν.
οι έντονες εναλλαγές του καιρού να είναι που τραβάνε το ενδιαφέρον στα σχετικά δελτία?
δεν πείθομαι.
όλοι ξέρουν κάθε λεπτομέρεια για τα επίπεδα υγρασίας και την ακριβή κατεύθυνση του ανέμου.με όλες τις πιθανές διαφοροποιήσεις μέσα στη μέρα.
κάποτε μας αρκούσε το ότι, πχ, το σ-κ θα βρέχει,οπότε άσε την εκδρομή για το άλλο.
κάποτε το εκτενές δελτίο καιρού ήταν εκτός βασικής ενημέρωσης και αφορούσε μόνο τους αγρότες.
πλέον,παρακολουθούμε καθημερινά συρραφές μαθημάτων μετεωρολογίας με κατάνυξη.
φυσικά, πολλά χαμόγελα, κατά τόπους ιδιαιτέρως αυξημένα, μέχρι και έντονα υπονοούμενα, για να ...τελειώσουμε όλοι μαζί.την τηλεθέαση.
η ζωή είναι τόσο σύντομη.
και το πώς θα τη ζήσεις είναι τόσο θέμα τύχης.
πού θα σε πετάξει η ιστορία.
ποιος θα αποφανθεί για το πόσο αναλώσιμος είσαι.
ποιος θα διαγράψει το σύμπαν σου.
ποιος θα υπογράψει ίσως συνθήκες που σε απελευθερώνουν.
για να περαστεί η κουκίδα σου-αν είσαι τυχερός-σε κάποια σελίδα βιβλίου ιστορίας
που θα σκίσουν οι μαθητές σε δικά τους ξεσπάσματα.

ο ομπάμα υπέγραψε, λέει, το κλείσιμο του γκουαντάναμο.
έτσι απλά άνοιξε, έτσι απλά θα κλείσει.
είχε λόγους και το ένα και το άλλο.
όταν είδα κάποια σκίτσα εμπνευσμένα από τα βασανιστήρια εκεί μέσα, δεν μπορούσα να κοιμηθώ μέρες.
φυσικά, επανήλθα και εγώ στην καθημερινότητα.
όσοι τελικά αφεθούν ελεύθεροι από κει, αν τελικά γίνει,τι θα κάνουν;
πού είναι η ζωή τους;
ποιος μπορεί κάθε φορά να αποφασίζει για ξένες κλεψύδρες;
πώς δικαιολογεί στον εαυτό του ένας πολιτικός κρατούμενος τη χαμένη ζωή;
το στερνό παραμύθι

πήραν στρατί-στρατί το μονοπάτι
βασιλοπούλες και καλοκυράδες,
από τις ξένες χώρες βασιλιάδες
και καβαλάρηδες απάνω στ'άτι.

και γύρω στης γιαγιάς μου το κρεβάτι,
ανάμεσ'από δυο χλωμές λαμπάδες
περνούσανε και σα τραγουδιστάδες
της τραγουδούσαν-ποιος το ξέρει-κάτι

κανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη
δε σκότωσε το Δράκο ή τον Αράπη
και να της φέρει αθάνατο νερό

η μάνα μου είχε γονατίσει κάτου
μ'απάνω-μια φορά κι έναν καιρό-
ο Αρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά του.

Λάμπρος Πορφύρας

(από παλιό σχολικό βιβλίο νεοελλ.λογοτεχνίας.
το βρήκα στο γραφείο μου ανοιγμένο στη σελίδα αυτή τη μέρα που πέθανε η γιαγιά μου.
το είχε διαβάσει κάποτε ο πατέρας μου όταν είχε πεθάνει και η δική του γιαγιά.)